ἀλεξιβρόχιον
Νέα ελληνικά (el)
| καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | ἀλεξιβρόχιον | τὰ | ἀλεξιβρόχια | ||||
| γενική | τοῦ | ἀλεξιβροχίου | τῶν | ἀλεξιβροχίων | ||||
| δοτική | τῷ | ἀλεξιβροχίῳ | τοῖς | ἀλεξιβροχίοις | ||||
| αιτιατική | τὸ | ἀλεξιβρόχιον | τὰ | ἀλεξιβρόχια | ||||
| κλητική ὦ! | ἀλεξιβρόχιον | ἀλεξιβρόχια | ||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.le.ksiˈvɾo.çi.on/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ἀ‐λε‐ξι‐βρό‐χι‐ον
Ουσιαστικό
ἀλεξιβρόχιον ουδέτερο
- (καθαρεύουσα) η ομπρέλα
- ※ Ἒκλεισα τὸ ἀλεξιβρόχιόν μου, ἕτοιμος ν' ἀμυνθῶ δι' αὐτοῦ ἐλλείψει ἄλλου ὅπλου καὶ νὰ πωλήσω τουλάχιστον ἀκριβὰ τὸ δέρμα μου. (Χαράλαμπος Άννινος, Ἀττικαὶ ἡμέραι)
- ἀλεξίβροχον (καθαρεύουσα)
Συγγενικά
- ἀλεξίβροχος (καθαρεύουσα)
Πηγές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.