ἀκούεις
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ρηματικός τύπος
ἀκούεις
- β΄ πρόσωπο ενικού οριστικής ενεστώτα του ἀκούω
- ※ 12ος αιώνας ⌘ Ανωνύμου, Διγενής Ακρίτης, Jeffreys, Elizabeth, Digenis Akritis: The Grottaferrata and Escorial Versions - Cambridge Medieval Classics, vol.7, Cambridge University Press, 1998
- Ἐγὼ γὰρ ὁ Φιλοπαπποῦς εἰμὶ ὅνπερ ἀκούεις
- άλλες γραφές: Φιλοπαπποὺς
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ νέα ελληνικά: ακούεις (ιδιωματικό) > ακούς
- ※ 12ος αιώνας ⌘ Ανωνύμου, Διγενής Ακρίτης, Jeffreys, Elizabeth, Digenis Akritis: The Grottaferrata and Escorial Versions - Cambridge Medieval Classics, vol.7, Cambridge University Press, 1998
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρηματικός τύπος
ἀκούεις
- β΄ πρόσωπο ενικού οριστικής ενεστώτα του ἀκούω
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ μεσαιωνικά ελληνικά: ἀκούεις ⇒ νέα ελληνικά: ακούεις (ιδιωματικό) > ακούς
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.