ἀκαμάτης

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

ἀκαμάτης, λέξη του 9ου αιώνα < ἀ- στερητικό + κάματ(ος) + -ης

Ουσιαστικό

ἀκαμάτης αρσενικό (θηλυκό ἀκαμάτρια)

  • (ως επίθετο) ο ακαμάτης, τεμπέλης, οκνηρός
      12ος αιώνας Ανωνύμου, Σπανέας, επιμ. Franz Hanna, χφ Oxoniensis (16ος αιώνας), στίχος 118
    ἴσως ἐργάζου καὶ ἐσύ, μὴ φαίνου ἀκαμάτης
     συνώνυμα: ἀκάματος

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη κάματος

  • ἀκαταπόνεστος
  • ἀκόπιαστος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.