ἀκαματεύω
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- ἀκαματεύω < ἀκαμάτ(ης) + -εύω
Ρήμα
ἀκαματεύω
- ακαματεύω, τεμπελιάζω ως πρόσωπο ή έχω κάτι και τεμπελιάζει ακίνητο ενώ και εγώ έπρεπε να κινούμαι και εκείνο, είμαι οκνηρός
Συγγενικά
- ἀκαμάτης
- ἀκαματοσύνη, ἀκαμασιά, ἀκαμασία (η τεμπελιά)
Πηγές
- σελ.297 Τόμος Α' - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.