ἀδελφότης
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ἀδελφότης | αἱ | ἀδελφότητες | ||||
| γενική | τῆς | ἀδελφότητος | τῶν | ἀδελφοτήτων | ||||
| δοτική | τῇ | ἀδελφότητῐ | ταῖς | ἀδελφότησῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὴν | ἀδελφότητᾰ | τὰς | ἀδελφότητᾰς | ||||
| κλητική ὦ! | ἀδελφότης | ἀδελφότητες | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀδελφότητε | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀδελφοτήτοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- ἀδελφότης (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἀδελφό(ς) + -της
Πηγές
- ἀδελφότης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀδελφότης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.