ἀγκυροβόλιον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἀγκυροβόλιον τὰ ἀγκυροβόλι
      γενική τοῦ ἀγκυροβολίου τῶν ἀγκυροβολίων
      δοτική τῷ ἀγκυροβολί τοῖς ἀγκυροβολίοις
    αιτιατική τὸ ἀγκυροβόλιον τὰ ἀγκυροβόλι
     κλητική ! ἀγκυροβόλιον ἀγκυροβόλι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀγκυροβολίω
γεν-δοτ τοῖν  ἀγκυροβολίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἀγκυροβόλιον < ἀγκυροβολέω

Ουσιαστικό

ἀγκυροβόλιον ουδέτερο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.