ἀπαγγέλλω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρήμα
ἀπαγγέλλω
- αναφέρω, ανακοινώνω, φέρνω ειδήσεις
- εξηγώ, ερμηνεύω
Συγγενικά
- ἀπαγγελεύς
- ἀπαγγελία
- ἀπάγγελσις
- ἀπαγγελτήρ
- ἀπαγγελτικός
- προαπαγγέλλω
- προσαπαγγέλλω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.