ἀπαγγέλλω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ρήμα

ἀπαγγέλλω

  1. αναφέρω, ανακοινώνω, φέρνω ειδήσεις
  2. εξηγώ, ερμηνεύω

Συγγενικά

  • ἀπαγγελεύς
  • ἀπαγγελία
  • ἀπάγγελσις
  • ἀπαγγελτήρ
  • ἀπαγγελτικός
  • προαπαγγέλλω
  • προσαπαγγέλλω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.