ἀγανόφρων

Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
αγᾰνοφρον-
ονομαστική / ἀγανόφρων τὸ ἀγανόφρον
      γενική τοῦ/τῆς ἀγανόφρονος τοῦ ἀγανόφρονος
      δοτική τῷ/τῇ ἀγανόφρον τῷ ἀγανόφρον
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀγανόφρον τὸ ἀγανόφρον
     κλητική ! ἀγανόφρον ἀγανόφρον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀγανόφρονες τὰ ἀγανόφρον
      γενική τῶν ἀγανοφρόνων τῶν ἀγανοφρόνων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀγανόφροσῐ(ν) τοῖς ἀγανόφροσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀγανόφρονᾰς τὰ ἀγανόφρον
     κλητική ! ἀγανόφρονες ἀγανόφρον
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀγανόφρονε τὼ ἀγανόφρονε
      γεν-δοτ τοῖν ἀγανοφρόνοιν τοῖν ἀγανοφρόνοιν
3η κλίση, ομάδα 'σώφρων', Κατηγορία 'σώφρων' όπως «ἔμφρων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ἀγανόφρων < ἀγανός + -φρων

Επίθετο

ἀγανόφρων, -ων, -ον

  1. φιλόφρων, ευγενικός
  2. ήπιος, πράος
      8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 20 (Υ. Θεομαχία.), στίχ. 467
    ἀνὴρ ... οὐδ' ἀγανόφρων

Παράγωγα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.