ἀγαλματοποιός
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ἀγαλματοποιός | οἱ | ἀγαλματοποιοί |
| γενική | τοῦ | ἀγαλματοποιοῦ | τῶν | ἀγαλματοποιῶν |
| δοτική | τῷ | ἀγαλματοποιῷ | τοῖς | ἀγαλματοποιοῖς |
| αιτιατική | τὸν | ἀγαλματοποιόν | τοὺς | ἀγαλματοποιούς |
| κλητική ὦ! | ἀγαλματοποιέ | ἀγαλματοποιοί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀγαλματοποιώ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀγαλματοποιοῖν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ἀγαλματοποιός αρσενικό
- (επάγγελμα) αγαλματοποιός, κατασκευαστής αγαλμάτων
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 46.2
- γράφουσί τε δὴ καὶ γλύφουσι οἱ ζωγράφοι καὶ οἱ ἀγαλματοποιοὶ τοῦ Πανὸς τὤγαλμα κατά περ Ἕλληνες αἰγοπρόσωπον καὶ τραγοσκελέα, οὔτι τοιοῦτον νομίζοντες εἶναί μιν ἀλλ᾽ ὅμοιον τοῖσι ἄλλοισι θεοῖσι.
- Και το ομοίωμα του Πάνα ζωγράφοι και αγαλματοποιοί το κατασκευάζουν όπως ακριβώς και οι Έλληνες, δηλαδή με πρόσωπο γίδας και πόδια τράγου, και όχι βέβαια επειδή θαρρούν ότι έτσι είναι: το ξέρουν ότι είναι ίδιος με τους άλλους θεούς.
- Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- γράφουσί τε δὴ καὶ γλύφουσι οἱ ζωγράφοι καὶ οἱ ἀγαλματοποιοὶ τοῦ Πανὸς τὤγαλμα κατά περ Ἕλληνες αἰγοπρόσωπον καὶ τραγοσκελέα, οὔτι τοιοῦτον νομίζοντες εἶναί μιν ἀλλ᾽ ὅμοιον τοῖσι ἄλλοισι θεοῖσι.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Πρωταγόρας, 311e
- τί ὄνομα ἄλλο γε λεγόμενον περὶ Πρωταγόρου ἀκούομεν; ὥσπερ περὶ Φειδίου ἀγαλματοποιὸν καὶ περὶ Ὁμήρου ποιητήν, τί τοιοῦτον περὶ Πρωταγόρου ἀκούομεν;
- Με ποιό άλλο όνομα ακούμε να αποκαλούν τον Πρωταγόρα, όπως λεν τον Φειδία αγαλματοποιό και τον Όμηρο ποιητή; Τί ανάλογο ακούμε για τον Πρωταγόρα;
- Μετάφραση (2009): Ηλίας Σπυρόπουλος. Θεσσαλονίκη: Ζήτρος. @greek‑language.gr
- τί ὄνομα ἄλλο γε λεγόμενον περὶ Πρωταγόρου ἀκούομεν; ὥσπερ περὶ Φειδίου ἀγαλματοποιὸν καὶ περὶ Ὁμήρου ποιητήν, τί τοιοῦτον περὶ Πρωταγόρου ἀκούομεν;
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 46.2
- λιθοξόος
- ἀνδριαντοποιός
Πηγές
- ἀγαλματοποιός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀγαλματοποιός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.