ἀγέλη
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ἀγέλη | αἱ | ἀγέλαι |
| γενική | τῆς | ἀγέλης | τῶν | ἀγελῶν |
| δοτική | τῇ | ἀγέλῃ | ταῖς | ἀγέλαις |
| αιτιατική | τὴν | ἀγέλην | τὰς | ἀγέλᾱς |
| κλητική ὦ! | ἀγέλη | ἀγέλαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀγέλᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀγέλαιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'βελόνη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ἀγέλη, ήδη ομηρικό < ἄγω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂eǵ- (ἄγω)
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: κληροδοτημένο σε νεοελληνικές διαλέκτους όπως αέλα (τσακωνικά), αέλη (Κάρπαθος), αΐλη, (καππαδοκικά) [1] & λόγιο δάνειο στην κοινή νεοελληνική: αγέλη
Ουσιαστικό
ἀγέλη θηλυκό
- αγέλη, κοπάδι
- 'πεντήκοντα βοών ἀγέλας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 11 (Λ), στίχ. 678
- ≈ συνώνυμα: βούνομος
- συνάθροιση, ομάδα
- πλήθος
- (πληθυντικός) ἀγέλαι: ομάδες νέων στην Κρήτη ή τη Σπάρτη, που ζούσαν και ανατρέφονταν μαζί απ' τα επτά τους χρόνια ως την ενηλικίωσή τους
- ≈ συνώνυμα: βοῦαι
- (πληθυντικός) ἀγέλαι: αστρικές σφαίρες
- δωρικός & αιολικός τύπος : ἀγέλα
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- ἀγέλη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀγέλη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.