ἀββᾶ
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ἀββᾶ < (άμεσο δάνειο) αραμαϊκή אבא (abba, πατέρας) [1]
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ μεσαιωνικά ελληνικά: ἀββᾶς ⇒ νέα ελληνικά: αββάς / αβάς
Ουσιαστικό
ἀββᾶ αρσενικό άκλιτο (συνήθως ως κλητική σε προσφωνήσεις) @scaife.perseus
- (ελληνιστική κοινή, χριστιανισμός)
- προσφώνηση για το Θεό: πατήρ (πατέρας)
- ※ 2ος αιώνας κε ⌘ Καινή Διαθήκη, Εὐαγγέλιον κατὰ Μᾶρκον, 14.36 στη Βικιθήκη
- καὶ ἔλεγεν Ἀββά ὁ πατήρ, πάντα δυνατά σοι· παρένεγκε τὸ ποτήριον τοῦτο ἀπʼ ἐμοῦ· ἀλλʼ οὐ τί ἐγὼ θέλω ἀλλὰ τί σύ.
- ※ 2ος αιώνας κε ⌘ Καινή Διαθήκη, Εὐαγγέλιον κατὰ Μᾶρκον, 14.36 στη Βικιθήκη
- τίτλος
- προσφώνηση για το Θεό: πατήρ (πατέρας)
- ἀββα
- Ἀββά
- ἄββα
- ἄβα
Αναφορές
- «αββάς» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- ἀββᾶ, ἀββα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.