ἀέριος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἀέριος < ἀήρ

Επίθετο

ἀέριος, -ία, -ον και ιωνικός τύπος ἠέριος, -η, -ον

  1. ομιχλώδης
  2. σχετικός με τον αέρα, αέρινος, σε αντιδιαστολή προς τον χθόνιο
  3. σε τόπο με αέρα, πάνω από τη γη, σε αντιδιαστολή προς το υπόγειο
  4. άπειρος, χωρίς τέλος
  5. αόριστος,
  6. μάταιος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.