Петрушка

Ρωσικά (ru)

Ετυμολογία

Петрушка < Пётр (Pjotr, Πέτρος) + -ушка (-uška, με υποκοριστική σημασία)

Προφορά

ΔΦΑ : /pʲɪˈtruʂkə/
 
ομόηχο: петрушка (μαϊντανός)

Κύριο όνομα

Петрушка (ru) αρσενικό

  1. (εξαιρετικά σπάνιο) ανδρικό όνομα, αντίστοιχο του Πετράκος
     συνώνυμα: Петруся, Петруша
  2. (λαογραφία) ο χαρακτήρας κουκλοθέατρου, Πετρούσκα
  3. (χορός, μουσική) τίτλος του μπαλέτου Πετρούσκα στη μουσική του Ιγκόρ Στραβίνσκι

Μεταγραφές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.