Πετρούσκα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Πετρούσκα < άμεσο δάνειο από τη γαλλική Pétrouchka < ρωσική Петрушка (Petruška) < υποκοριστικό του Пётр (Pjotr, Πέτρος)
Κύριο όνομα
Πετρούσκα αρσενικό, άκλιτο
- (λαογραφία) χαρακτήρας του ρωσικού λαϊκού κουκλοθέατρου
- (μουσική) μπαλέτο (1911) του ρώσου συνθέτη Ίγκορ Στραβίνσκι, με βασικό ήρωα την παραπάνω μαριονέτα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.