όπα
Νέα ελληνικά (el)
Επιφώνημα
όπα
Συγγενικά
- όπαλα
- οπαλάκια
- όπατις
Εκφράσεις
- στα όπα όπα: δείχνει ότι φροντίζουμε υπερβολικά κάποιον
-
όπα στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
- όπα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.