ψύχρανση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ψύχρανση | οι | ψυχράνσεις |
| γενική | της | ψύχρανσης* | των | ψυχράνσεων |
| αιτιατική | την | ψύχρανση | τις | ψυχράνσεις |
| κλητική | ψύχρανση | ψυχράνσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ψυχράνσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ψύχρανση < (ελληνιστική κοινή) ψύχρανσις
Ουσιαστικό
ψύχρανση θηλυκό (γενική, της ψύχρανσης, ο πληθυντικός αδόκιμος)
Μεταφράσεις
ψύχρανση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.