ψωμο-

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ψωμο- < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ψωμο- < ψωμ(ί) + -ο-

Προφορά

ΔΦΑ : /pso.mo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ψωμο-

Πρόθημα

ψωμο- & ψωμό-

Σύνθετα

Μεταφράσεις



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

ψωμο- < ψωμ(ί) + -ο-

Πρόθημα

ψωμο- & ψωμό-

Σύνθετα

  • Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα ψωμο- στο Βικιλεξικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.