ψωμίς

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ψωμίς αἱ ψωμίδες
      γενική τῆς ψωμίδος τῶν ψωμίδων
      δοτική τῇ ψωμίδ ταῖς ψωμίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ψωμίδ τὰς ψωμίδᾰς
     κλητική ! ψωμίς* ψωμίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ψωμίδε
γεν-δοτ τοῖν  ψωμίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ψωμίς < ψωμ(ός) + -ίς

Ουσιαστικό

ψωμίς, -ίδος θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.