ψωμίς
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ψωμίς | αἱ | ψωμίδες |
| γενική | τῆς | ψωμίδος | τῶν | ψωμίδων |
| δοτική | τῇ | ψωμίδῐ | ταῖς | ψωμίσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | ψωμίδᾰ | τὰς | ψωμίδᾰς |
| κλητική ὦ! | ψωμίς* | ψωμίδες | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ψωμίδε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ψωμίδοιν | ||
| Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς | ||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Πηγές
- ψωμίς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.