ψυχοτεχνία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ψυχοτεχνία οι ψυχοτεχνίες
      γενική της ψυχοτεχνίας των ψυχοτεχνιών
    αιτιατική την ψυχοτεχνία τις ψυχοτεχνίες
     κλητική ψυχοτεχνία ψυχοτεχνίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ψυχοτεχνία < ψυχο- + -τεχνία

Ουσιαστικό

ψυχοτεχνία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.