ψυλλιάζομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ρήμα

ψυλλιάζομαι, πρτ.: ψυλλιαζόμουν, στ.μέλλ.: θα ψυλλιαστώ, αόρ.: ψυλλιάστηκα, μτχ.π.π.: ψυλλιασμένος, (ενεργ.: ψυλλιάζω)

  1.  δείτε τη λέξη ψυλλιάζω
  2. υποψιάζομαι, έχω υπόνοιες
    καλά τον είχα ψυλλιαστεί εγώ τι μπαμπέσης άνθρωπος είναι

  • ψύλλοι στ' αφτιά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.