ψευτοϋπόκλιση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ψευτοϋπόκλιση | οι | ψευτοϋποκλίσεις |
| γενική | της | ψευτοϋπόκλισης* | των | ψευτοϋποκλίσεων |
| αιτιατική | την | ψευτοϋπόκλιση | τις | ψευτοϋποκλίσεις |
| κλητική | ψευτοϋπόκλιση | ψευτοϋποκλίσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ψευτοϋποκλίσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ψευτοϋπόκλιση[1] θηλυκό
- η ψεύτικη, προσποιητή ή ειρωνική υπόκλιση, η υπόκλιση που γίνεται με μισή καρδιά
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις ψεύτης και υποκλίνομαι
Μεταφράσεις
ψευτοϋπόκλιση
|
|
Αναφορές
- ψευτοϋπόκλιση - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.