ψευδοπάτωρ
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ψευδοπάτωρ | οἱ | ψευδοπάτορες |
| γενική | τοῦ | ψευδοπάτορος | τῶν | ψευδοπατόρων |
| δοτική | τῷ | ψευδοπάτορῐ | τοῖς | ψευδοπάτορσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸν | ψευδοπάτορᾰ | τοὺς | ψευδοπάτορᾰς |
| κλητική ὦ! | ψευδοπάτορ | ψευδοπάτορες | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ψευδοπάτορε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ψευδοπατόροιν | ||
| Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'κτήτωρ' όπως «ἀλέκτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ψευδοπάτωρ αρσενικό
- ο θετός πατέρας, ο πατριός, ο μη βιολογικός πατέρας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.