ψευδοδάνειο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ψευδοδάνειο | τα | ψευδοδάνεια |
| γενική | του | ψευδοδάνειου | των | ψευδοδάνειων |
| αιτιατική | το | ψευδοδάνειο | τα | ψευδοδάνεια |
| κλητική | ψευδοδάνειο | ψευδοδάνεια | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
ψευδοδάνειο ουδέτερο
- (γλωσσολογία) όρος που δίνει την εντύπωση ότι είναι γλωσσικό δάνειο από άλλη γλώσσα, έχει σχηματιστεί από στοιχεία της γλώσσας αυτής, αλλά δεν υπάρχει στο λεξιλόγιό της
- • παράδειγμα: ο όρος μπον βιβέρ είναι ψευδογαλλισμός. Δεν υπάρχει τέτοιος όρος στα γαλλικά, αλλά μας ήρθε από τα αγγλικά. Στα γαλλικά υπάρχει το bon (καλός), υπάρχει το viveur, αλλά η σημαίσα του «μπον βιβέρ» αντιστοιχεί στο bon vivant
- • παράδειγμα: ο όρος click away δεν υπάρχει στα αγγλικά με τη σημασία που χρησιμοποιήθηκε στα ελληνικά
- (καταχρηστικά) αντί του ψευτοδάνειο
- ↪ αυτά τα ψευδοδάνεια ναυάγησαν την οικονομία αντί να βοηθήσουν
- Κατηγορία:Ψευδοδάνεια (νέα ελληνικά)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.