ψεκτά
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
ψεκτά
<
ψεκτός
+
-ά
<
αρχαία ελληνική
ψέκτης
<
ψέγω
Επίρρημα
ψεκτά
επικριτικά
Μεταφράσεις
ψεκτά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ψεκτά
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
ψεκτό
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.