ψαροτούφεκο
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ψαροτούφεκο | τα | ψαροτούφεκα |
| γενική | του | ψαροτούφεκου | των | ψαροτούφεκων |
| αιτιατική | το | ψαροτούφεκο | τα | ψαροτούφεκα |
| κλητική | ψαροτούφεκο | ψαροτούφεκα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ψαροτούφεκο < ψαροντούφεκο με λόγια επίδραση στο [d] > [t]
Προφορά
- ΔΦΑ : /psa.ɾoˈtu.fe.ko/
Μεταφράσεις
ψαροτούφεκο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.