ψαροκέφαλο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψαροκέφαλο τα ψαροκέφαλα
      γενική του ψαροκέφαλου των ψαροκέφαλων
    αιτιατική το ψαροκέφαλο τα ψαροκέφαλα
     κλητική ψαροκέφαλο ψαροκέφαλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ψαροκέφαλο < ψαρο- + κεφάλ(ι) + -ο
πιάτο με ψαροκέφαλα

Ουσιαστικό

ψαροκέφαλο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.