ψαρικό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψαρικό τα ψαρικά
      γενική του ψαρικού των ψαρικών
    αιτιατική το ψαρικό τα ψαρικά
     κλητική ψαρικό ψαρικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ψαρικό < ουδέτερο του επίθ. ψαρικός ως ουσ.

Ουσιαστικό

ψαρικό ουδέτερο

  1. (προφορικό) τα ψάρια που τρώμε.
     δείτε τη λέξη  ψάρος.

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.