ψαθυρότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ψαθυρότητα οι ψαθυρότητες
      γενική της ψαθυρότητας των ψαθυροτήτων
    αιτιατική την ψαθυρότητα τις ψαθυρότητες
     κλητική ψαθυρότητα ψαθυρότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ψαθυρότητα < ψαθυρός + -τητα

Ουσιαστικό

ψαθυρότητα θηλυκό

  • η ιδιότητα των υλικών να σπάνε, να θραύονται, χωρίς να προηγηθεί σημαντική παραμόρφωσή τους. Όσα υλικά έχουν αυτή την ιδιότητα ονομάζονται ψαθυρά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.