ψάλιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ψάλιο | τα | ψάλια |
| γενική | του | ψάλιου | των | ψάλιων |
| αιτιατική | το | ψάλιο | τα | ψάλια |
| κλητική | ψάλιο | ψάλια | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ψάλιο < ψάλιον
Ουσιαστικό
ψάλιο ουδέτερο
- τμήμα από το χαλινάρι του αλόγου, μικρή αλυσίδα που στερεώνεται στη στομίδα του χαλινού του αλόγου για να τον ενισχύει
- ※ Η Donder δέχεται με επιφύλαξη ότι το ψάλιο ήταν ο ιμάντας που περνούσε πάνω από τα ρουθούνια του αλόγου (αυτό που ταυτίσαμε εμείς με το περιστόμιο) και ότι θα μπορούσε να έχει έναν μετάλλινο κρίκο (Αρχαιολογικόν Δελτίον: Μελέτες, μέρος Α, τόμοι 41-42, σελ. 43)
- ※ Κάθε πλάγιο τμήμα του χαλινού-- το ψάλιο - σχηματίζει γωνία και είναι συμφυές με το ήμισυ του μέρους του χαλινού , που στερεωνόταν ανάμεσα στις μασέλλες του ζώου , τη στομίδα (Νομισματικά χρονικά, τεύχη 5-6, σελ. 12, 1978)
Μεταφράσεις
ψάλιο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.