χόχλασμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | χόχλασμα | τα | χοχλάσματα |
| γενική | του | χοχλάσματος | των | χοχλασμάτων |
| αιτιατική | το | χόχλασμα | τα | χοχλάσματα |
| κλητική | χόχλασμα | χοχλάσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈxo.xla.zma/
Μεταφράσεις
χόχλασμα
|
Αναφορές
- χόχλασμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.