χόχλασμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χόχλασμα τα χοχλάσματα
      γενική του χοχλάσματος των χοχλασμάτων
    αιτιατική το χόχλασμα τα χοχλάσματα
     κλητική χόχλασμα χοχλάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χόχλασμα < (χοχλάζω) χόχλασ(α) + -μα [1] Δείτε και κόχλασμα

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈxo.xla.zma/

Ουσιαστικό

χόχλασμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.