χτενάς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | χτενάς | οι | χτενάδες |
| γενική | του | χτενά | των | χτενάδων |
| αιτιατική | τον | χτενά | τους | χτενάδες |
| κλητική | χτενά | χτενάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συνώνυμα
- χτενοποιός
Συγγενικά
- Χτενάς (επώνυμο)
Μεταφράσεις
χτενάς
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.