χτίσμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | χτίσμα | τα | χτίσματα |
| γενική | του | χτίσματος | των | χτισμάτων |
| αιτιατική | το | χτίσμα | τα | χτίσματα |
| κλητική | χτίσμα | χτίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χτίσμα < κτίσμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.