χτίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈxti.zo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χτί‐ζο‐μαι
Ρηματικός τύπος
χτίζομαι, π.αόρ.: χτίστηκα, μτχ.π.π.: χτισμένος
- παθητική φωνή του ρήματος χτίζω
- άλλες μορφές: κτίζομαι
- ≈ συνώνυμα: κατασκευάζομαι, φτιάχνομαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.