κτίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈkti.zo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κτί‐ζο‐μαι
Ρηματικός τύπος
κτίζομαι, π.αόρ.: κτίστηκα, μτχ.π.π.: κτισμένος
- παθητική φωνή του ρήματος κτίζω, λογιότερη μορφή του χτίζομαι
Σύνθετα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.