χρηματιστήριον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ χρηματιστήριον τὰ χρηματιστήρι
      γενική τοῦ χρηματιστηρίου τῶν χρηματιστηρίων
      δοτική τῷ χρηματιστηρί τοῖς χρηματιστηρίοις
    αιτιατική τὸ χρηματιστήριον τὰ χρηματιστήρι
     κλητική ! χρηματιστήριον χρηματιστήρι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χρηματιστηρίω
γεν-δοτ τοῖν  χρηματιστηρίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χρηματιστήριον < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

χρηματιστήριον ουδέτερο

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη χρηματίζω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.