χουλιαρόπαπια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | χουλιαρόπαπια | οι | χουλιαρόπαπιες |
| γενική | της | χουλιαρόπαπιας | των | χουλιαροπαπιών |
| αιτιατική | τη | χουλιαρόπαπια | τις | χουλιαρόπαπιες |
| κλητική | χουλιαρόπαπια | χουλιαρόπαπιες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.