χονδροειδώς

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

χονδροειδώς (μαρτυρείται από το 1862)[1] < χονδροειδής

Επίρρημα

χονδροειδώς (σε χρήση και ο υπερθετικός χονδροειδέστατα)

  • Το να συμβουλεύουμε τους φτωχούς όμως να ζουν λιτά, είναι χονδροειδώς προσβλητικό αλλά και συνάμα γελοία παράλογο (Οσκαρ Ουάιλντ)
  • ...και βιομηχανικού συμπλέγματος εξαγοράς των πάντων, η Βουλή παρακάμπτεται χονδροειδώς από την Εκτελεστική Εξουσία που «νομοθετεί» ...

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. σελ. 1115, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.