ιταμά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
ιταμά < ιταμός + -ά < αρχαία ελληνική ἰταμός < εἶμι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₁ey-
Μεταφράσεις
ιταμά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ιταμά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ιταμός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.