χιονόβλητος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | χιονόβλητος | τὸ | χιονόβλητον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | χιονοβλήτου | τοῦ | χιονοβλήτου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | χιονοβλήτῳ | τῷ | χιονοβλήτῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | χιονόβλητον | τὸ | χιονόβλητον | ||
| κλητική ὦ! | χιονόβλητε | χιονόβλητον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | χιονόβλητοι | τὰ | χιονόβλητᾰ | ||
| γενική | τῶν | χιονοβλήτων | τῶν | χιονοβλήτων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | χιονοβλήτοις | τοῖς | χιονοβλήτοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | χιονοβλήτους | τὰ | χιονόβλητᾰ | ||
| κλητική ὦ! | χιονόβλητοι | χιονόβλητᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χιονοβλήτω | τὼ | χιονοβλήτω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | χιονοβλήτοιν | τοῖν | χιονοβλήτοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
χιονόβλητος, ος, ον
- χιονοχτυπημένος, που τον χτυπά αλύπητα η κακοκαιρία και το χιόνι
- ※ Ὀλύμπου κορυφαῖς ἱεραῖς χιονοβλήτοισι κάθησθε (Αριστοφάνης, Νεφέλες, 270.)
Πηγές
- χιονόβλητος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χιονόβλητος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.