χιονόβλητος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / χιονόβλητος τὸ χιονόβλητον
      γενική τοῦ/τῆς χιονοβλήτου τοῦ χιονοβλήτου
      δοτική τῷ/τῇ χιονοβλήτ τῷ χιονοβλήτ
    αιτιατική τὸν/τὴν χιονόβλητον τὸ χιονόβλητον
     κλητική ! χιονόβλητε χιονόβλητον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ χιονόβλητοι τὰ χιονόβλητ
      γενική τῶν χιονοβλήτων τῶν χιονοβλήτων
      δοτική τοῖς/ταῖς χιονοβλήτοις τοῖς χιονοβλήτοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς χιονοβλήτους τὰ χιονόβλητ
     κλητική ! χιονόβλητοι χιονόβλητ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ χιονοβλήτω τὼ χιονοβλήτω
      γεν-δοτ τοῖν χιονοβλήτοιν τοῖν χιονοβλήτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

χιονόβλητος < (χιών) χιονό- + -βλητος (βάλλω)

Επίθετο

χιονόβλητος, ος, ον

  • χιονοχτυπημένος, που τον χτυπά αλύπητα η κακοκαιρία και το χιόνι
      Ὀλύμπου κορυφαῖς ἱεραῖς χιονοβλήτοισι κάθησθε (Αριστοφάνης, Νεφέλες, 270.)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.