χερικό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χερικό τα χερικά
      γενική του χερικού των χερικών
    αιτιατική το χερικό τα χερικά
     κλητική χερικό χερικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χερικό < μεσαιωνική ελληνική

Ουσιαστικό

χερικό ουδέτερο (πιο σύνηθες στον ενικό)

  • η καλή ή κακή αρχή μιας εργασίας, ο πρώτος που θα αγοράσει κάτι από ένα μαγαζί, που θα κάνει σεφτέ
Αμάν, έρχεται πρωι-πρωι αυτός ο γρουσουζλαμάς! Αλοίμονό μου άμα ψωνίσει με τέτοιο χερικό που έχει!

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.