χειρούργηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χειρούργηση οι χειρουργήσεις
      γενική της χειρούργησης* των χειρουργήσεων
    αιτιατική τη χειρούργηση τις χειρουργήσεις
     κλητική χειρούργηση χειρουργήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, χειρουργήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χειρούργηση < χειρουργώ + -ση

Ουσιαστικό

χειρούργηση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.