χειροπρακτική
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | χειροπρακτική | οι | χειροπρακτικές |
| γενική | της | χειροπρακτικής | των | χειροπρακτικών |
| αιτιατική | τη | χειροπρακτική | τις | χειροπρακτικές |
| κλητική | χειροπρακτική | χειροπρακτικές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χειροπρακτική < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
χειροπρακτική θηλυκό
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
χειροπρακτική
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.