χαύνωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χαύνωμα τα χαυνώματα
      γενική του χαυνώματος των χαυνωμάτων
    αιτιατική το χαύνωμα τα χαυνώματα
     κλητική χαύνωμα χαυνώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χαύνωμα < χαυνώνω + -μα

Ουσιαστικό

χαύνωμα ουδέτερο (πιο δόκιμο στον ενικό)

  • η ενέργεια και το αποτέλεσμα του χαυνώνω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.