χαύνωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | χαύνωμα | τα | χαυνώματα |
| γενική | του | χαυνώματος | των | χαυνωμάτων |
| αιτιατική | το | χαύνωμα | τα | χαυνώματα |
| κλητική | χαύνωμα | χαυνώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
χαύνωμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.