χαστουκίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

χαστουκίζω < χαστούκι

Ρήμα

χαστουκίζω

  • χτυπώ με την εσωτερική πλευρά της παλάμης μου κάποιον στο μάγουλο

Συνώνυμα

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.