ξανάστροφη
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ξανάστροφη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
ξανάστροφη θηλυκό
- χτύπημα με την εξωτερική πλευρά της παλάμης στο πρόσωπο κάποιου
- θα σου ρίξω μια ξανάστροφη για να μάθεις!
Μεταφράσεις
ξανάστροφη
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.