χαρτοκλέπτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | χαρτοκλέπτης | οι | χαρτοκλέπτες |
| γενική | του | χαρτοκλέπτη | των | χαρτοκλεπτών |
| αιτιατική | τον | χαρτοκλέπτη | τους | χαρτοκλέπτες |
| κλητική | χαρτοκλέπτη | χαρτοκλέπτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χαρτοκλέπτης < χαρτοκλέπτω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.