χαντακώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

χαντακώνω < χαντάκι + -ώνω

Ρήμα

χαντακώνω, πρτ.: χαντάκωνα, στ.μέλλ.: θα χαντακώσω, αόρ.: χαντάκωσα, παθ.φωνή: χαντακώνομαι, μτχ.π.π.: χαντακωμένος

  1. προκαλώ την αποτυχία κάποιου με τις κακόβουλες ή απλώς άστοχες ενέργειες ή υποδείξεις μου
    Ο προπονητής με τη λανθασμένη τακτική του χαντάκωσε την ομάδα
  2. εκφέρω μια πολύ αρνητική κρίση ή αξιολόγηση για κάποιον
    Η έκθεση του παρατηρητή για τα βίαια επεισόδια στον αγώνα χαντάκωσε την ομάδα

Συγγενικά

  • αλληλοχαντακώνομαι
  • αποχαντακώνω
  • αχαντάκωτος
  • χαντάκωμα
  • χαντακωμένος
  • χαντακωμός
  • χαντακωτός
  •  δείτε τη λέξη χαντάκι

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.