χαμοπέρδικα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χαμοπέρδικα οι χαμοπέρδικες
      γενική της χαμοπέρδικας
    αιτιατική τη χαμοπέρδικα τις χαμοπέρδικες
     κλητική χαμοπέρδικα χαμοπέρδικες
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χαμοπέρδικα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

χαμοπέρδικα θηλυκό

  • (πτηνό) λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.