χαζοκουβέντα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | χαζοκουβέντα | οι | χαζοκουβέντες |
| γενική | της | χαζοκουβέντας | — | |
| αιτιατική | τη | χαζοκουβέντα | τις | χαζοκουβέντες |
| κλητική | χαζοκουβέντα | χαζοκουβέντες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
χαζοκουβέντα θηλυκό
- η άνευ ουσίας συζήτηση, οι αερολογίες για να περνάει η ώρα σε συζητήσεις
Μεταφράσεις
χαζοκουβέντα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.