χαζογελάω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

χαζογελάω < χαζο- + γελάω [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /xa.zo.ʝeˈla.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χαζογελάω
παρώνυμο: χαμογελάω

Ρήμα

χαζογελάω/(χαζογελώ), πρτ.: χαζογελούσα/χαζογέλαγα, αόρ.: χαζογελούσα (χωρίς παθητική φωνή)

  • (οικείο) γελάω χωρίς λόγο, σαν χαζός
    με άκουγε και χαζογελούσε, δήθεν ότι δεν καταλάβαινε πόσο σοβαρό ήταν το παράπτωμά του

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις χαζός και γελάω

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.